- παρόμοιος
- -α, -ο / παρόμοιος, -ον και παρόμοιος, -οία, -ον, ΝΜΑο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ.β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ.γ. «παρόμοιον ἔχειν τι τοῑς αριστοκρατικοῑς», Πολ.)αρχ.1. (για αριθμούς) ο σχεδόν ίσος(«παρόμοιοι τοῑς Ἕλλησι τὸν ἀριθμόν», Ξεν.)2. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιεί παρήχηση («οὔτε πάρισα τὰ κῶλα ἀλλήλοις εἶναι οὔτε παρόμοια», Δίον. Αλ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρόμοιονη παρομοίωση.επίρρ...παρομοίως ΝΜΑ και παρόμοια Νπερίπου όμοια, σχεδόν ίσα, με παρόμοιο τρόπονεοελλ.(ως απάντηση σε ευχή) επίσης («ευχαριστώ, παρομοίως»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ὅμοιος].
Dictionary of Greek. 2013.